- άργιλος
- Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του αργιλίου αλλά και άλλα ορυκτά αλκαλιούχα και του σιδήρου, σε ποικίλη αναλογία. Η ά. δεν είναι κρυσταλλική και μόνο υπό ορισμένες συνθήκες κρυσταλλώνεται, παρουσιάζει μεγάλο βαθμό διάσπασης καθώς και όλους τους χαρακτήρες των κολλοειδών. Στη μάζα της μετέχουν επίσης κοκκία, κυρίως από θραύσματα χαλαζία και κατά δεύτερο λόγο αστρίων, φυλλάρια μίκας και βαρέων ορυκτών· μετέχουν επίσης ανθρακικές ενώσεις και διάφορες οργανικές ουσίες. Όταν η ά. περιέχει μικρό ποσοστό από κοκκώδη υλικά, έχει παχιά αφή, ενώ συμβαίνει το αντίθετο όταν περιέχει μεγάλο ποσοστό από αυτά και αγγίζει τα όρια των κολλοειδών. Η ά. παρουσιάζει μεγάλη πλαστικότητα και με την παρουσία νερού μετατρέπεται σε μια εύπλαστη μάζα, που μπορεί να διατηρήσει όποιο σχήμα της δοθεί. Όταν ξηραίνεται, συστέλλεται και σκληραίνει, γίνεται όμως και πάλι πλαστική όταν υγρανθεί. Αυτό μπορεί να επαναλαμβάνεται πάντα. Με ψήσιμο σε υψηλή θερμοκρασία σε φούρνο παθαίνει ισχυρή συστολή και μετατρέπεται σε άκαμπτη πορώδη μάζα που χάνει την πλαστικότητά της. Παρουσιάζει αντίσταση στη διείσδυση του νερού γιατί είναι πρακτικά αδιαπέραστη· αυτό οφείλεται στη διόγκωση των μορίων της μέσα στο νερό και στον γρήγορο κορεσμό της. To χρώμα της είναι γκρίζο ή υποκύανο, όταν όμως εκτεθεί για πολύ χρόνο στις ατμοσφαιρικές επιδράσεις γίνεται υποκίτρινο ή υπέρυθρο εξαιτίας οξειδώσεων. Το ειδικό βάρος της είναι μεταξύ 2 και 2,2 γρ./κ. εκ.
Η ά. είναι από τα πιο διαδεδομένα πετρώματα: καλύπτει περίπου το 80% της επιφάνειας της Γης και χρησιμοποιείται ευρύτατα ως λατομικό προϊόν σε διάφορες βιομηχανικές και τεχνικές εφαρμογές (τσιμέντα, πλινθοποιεία, κεραμική, για μήτρες στα χυτήρια και για προπλάσματα στη γλυπτική, ως αποχρωστικές και απολιπαντικές γαίες, για στεγανοποιήσεις στα υδραυλικά έργα, ως πολτός για τις γεωτρήσεις, για τον καθαρισμό πετρελαίων κ.ά.). Αποτελεί το κύριο συστατικό του εδάφους και επομένως είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών· γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι επηρεάζει σημαντικά τη ζωή πάνω στη Γη. Στην πλαστικότητά της οφείλονται συνήθως τα καταστρεπτικά γεωλογικά φαινόμενα ολίσθησης μαζών πετρωμάτων στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές, όπως π.χ. στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας.
Και στην Ελλάδα, όπως και σε όλο τον κόσμο, η ά. είναι πολύ διαδεδομένο πέτρωμα. Είτε είναι ιζηματογενούς προέλευσης και βρίσκεται σε όλους τους θαλάσσιους, λιμναίους ή χερσαίους σχηματισμούς, ιδίως του τριτογενούς, είτε προέρχεται από χημική εξαλλοίωση των αστρίων, των ιζηματογενών, εκρηξιγενών ή μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων ως δευτερογενές προϊόν.
Τα αργιλικά πετρώματα ανήκουν σε μια μεγάλη οικογένεια με χαρακτηριστικό γνώρισμα την πλαστικότητα που αποκτούν με την παρουσία νερού. Με τη μελέτη της δομής της ύλης τους και των θερμικών τους ιδιοτήτων, χάρη στις ακτίνες Χ και τις θερμικές διαφορικές αναλύσεις, είναι δυνατόν να καταταγούν σε διάφορες ομάδες ορυκτών, από τις οποίες κυριότερες είναι του καολινίτη και του μοντμοριλονίτη.
Μία από τις πιο διαδεδομένες χρήσεις της αργίλου είναι η αγγειοπλαστική, λόγω της πλαστικότητας και της συνοχής της.
Λατομείο αργίλου, που έχει ευρύτατη χρήση στη βιομηχανία, τη μεταλλουργική και την κεραμική (φωτ. Moretti).
Ιαπωνική κούκλα από άργιλο (4ος – 6ος αι.).
* * *η (Α ἄργιλος κ. -ιλλος)τύπος χωμάτων ή πετρωμάτων που αποτελούνται από κόκκους με διάμετρο μικρότερη από 0, 002 χιλιοστόμετρα (κεραμεική άργιλος, αργιλικοί σχιστόλιθοι, ιλυόλιθοι κ.λπ.)[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το αργός (Ι) και ανήκει στις λέξεις με επίθημα -īlo -, που είναι της τεχνικής κυρίως ορολογίας ή της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. όμιλος, στρόβιλος κ.ά.). Το λατ. argilla είναι δάνειο απ' την ελλ. λέξη].
Dictionary of Greek. 2013.